Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Απρόσμενο (ή, και τώρα τι θα κάνω με τη ζωή μου;)

Προσπαθώ να ξεκινήσω να γράφω για τα ξεχασμένα παπούτσια.
Αδυνατώ να εκφράσω τις στιγμές με τα ξεχασμένα παπούτσια.
Αδυνατώ να σκεφτώ το πως θα είμαι μετά τα ξεχασμένα παπούτσια.
Και αρνούμαι να δεχτώ ότι το "θα" έχει ήδη φτάσει.
Ότι περάσαμε εν μια νυκτί από το μαζί στο υπήρξε όντως;
Υπήρξε.

Έχω βαρεθεί να κλείνουν κεφάλαια στη ζωή μου επειδή μου τα κλείνουν οι άλλοι.
Δε θέλω να αποδεχτώ ότι οι παρέες τελειώνουν σε μια στιγμή, ότι κάτι που σε γεμίζει δε θα μπορείς να το έχεις πια. Νιώθω ότι δε θέλω να ξαναασχοληθώ με το θέατρο γιατί δε θα είναι όπως ήταν εκεί και θα πέσω σε κατάθλιψη. Νιώθω πως ακόμα δεν έχω καταλάβει πόσο είχα δεθεί μαζί σας. Πόσο έχω δεθεί μαζί σας.
Και προέκταση.
Είναι οι άνθρωποι που φεύγουν κι εσύ μένεις να κοιτάς πλάτες να απομακρύνονται. Και την επόμενη μέρα, είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Την επόμενη μέρα σε ξεχνούν. Τον επόμενο μήνα τους ξεχνάς κι εσύ. 
Όχι, όχι, δεν το 'κανες. Κι όμως το'κανες.
Ήταν η άρνηση.
Θέλω να σου φωνάξω τόσο πολύ, έχω νευριάσει τόσο πολύ.
Ήταν ο θυμός.
Θέλω να σας αγκαλιάσω όλους μαζί γαμώτο.

α, και...

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Βάτος

"Είναι οι λέξεις, οι στιγμές είναι οι φίλοι που θα δεις,
είν` οι γνωστοί και θα χορτάσεις
μικρές χαρές και λύπες θα περάσεις.

Κι είν` οι εικόνες, οι μαμάδες, οι μπαμπάδες, τα πτυχία, τα λουλούδια
τα παιδιά στα χειρουργεία
τα φύλλα που μυρίζουν στην αυλή κι ένα φιλί.

Κι όπως είναι οι κρύες νύχτες που δεν έχουν τελειωμό
σαν τα σεντόνια που μας πνίγουν
σαν τα τσιγάρα που μας ρίχνουν.

Είναι οι σκέψεις που πια μόνες τους γελάνε
και που μας βλέπουν στην αρένα
κι όμως δε μας ακουμπάνε...
Γιατί...;"



Είναι η ζωή, με το φόβο, τη λύπη, τις αναζητήσεις, τους αγώνες τους καθημερινούς μα και τους πιο μεγάλους μας, τις φιλίες, τις αγκαλιές.
Κάτι παρέες που τραγουδούν και παίζουν και μιλούν μέχρι το πρωί.
Κάτι παρέες που ποτέ δεν περίμενες να έχεις.
Είναι αυτό που γνωρίζεις άτομα και δεν περιμένεις ποτέ τις στιγμές που θα ζήσεις μαζί τους.
Κι αυτό είναι το απίστευτο. 
Τα απίστευτα συμβαίνουν όταν δεν έχεις προσδοκίες.
Πυροσβεστήρες,λαδάδικα,κολντπλέει,ανοικτά μικρόφωνα, αρχιδάκια, λευκές μποφίλιου, αεροπλάνα και βαπόρια,  ένα αερικό που μειδιά κάπου μακριά, ο γάτος ο τούρκος και άλλες φωνές, δυο κιθάρες με ήχο γνώριμο πια, αλκίνοος πολύς, κι ένα παλτό.
Μα και το τραγούδι αυτό. πολύ αυτό.
Πολύ αυτό η ζωή.

Ένας βάτος γεμάτος αγάπη οι ζωές μας.

Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Γκρίζες εκπνοές

Κι αν έχεις αδειάσει και καταπίνεις χρώματα
να θυμάσαι.
υπάρχει ένας μηχανισμός περίπου στο λαιμό σου
που ξεβάφει τα χρώματα και τα κάνει όλα γκρι
Και τα χρωματιστά νερά τα βγάζεις
από τα μάτια κι είναι λυτρωτικά αλμυρά
κι από τη μύτη, είναι πυκνός λευκός καπνός
κι από το στόμα, κι είναι ένα φτύσιμο στην κοινωνία που μισείς.

Γιατί κι αυτό μηχανισμός είναι.
Συμβαίνει ασυναίσθητα, όπως όλα.
Τίποτα δεν ελέγχεις πια σχεδόν~
Ελέγχεις τη βαρετή μικροαστική ζωή σου,
τη ρουτινούλα σου.

Πήγα σινεμά μόνη μου σε κάποιο όνειρο.
Έκανα κούνια στα οκτώ μου πάνω σε μια πάπια που δεν υπάρχει πια, τετραγωνίστηκε, κανονικίστηκε.
Μετά, πήγα σε πολλά σχολεία, με πολλά άλλα ρομποτάκια, που όμως το καθένα είχε ένα χρώμα κι όλοι μαζί παίζαμε τη γκουέρνικα, που όμως είναι ασπρόμαυρη και παιδική καθόλου.
Άλλοτε διέσχιζα την Πατησίων με κόκκινο και μετά η μαμά μου είπε να σταματήσω να το κάνω για να μην πεθάνω, ε και σταμάτησα για να μην πεθάνει η μαμά μου.
Μετά το μπλε σου ξεθώριασε αγάπη μου γαλάζια γιατί μας χώρισαν οι ρουτινούλες.
Μετά ξεθώριασε και το κόκκινο, μωρό μου. γιατί η κοινωνία αυτή είναι ταξική κι εσύ δεν ξέρεις άλλο τίποτα πέρα από ιδεολογίες-μα δε θέλεις και να μάθεις.
Μετά ξεθώριασε και μια άλλη γιατί νόμιζα ότι με ήξερε, μα καθόλου δε με ήξερε (x+άπειρο;)
Μετά ξεθώριασε και το γκρι μου, κάπου, σε κάποια αρχιτεκτονική εργασία του φώτοσοπ.