Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

A cry for love

Ένα από τα πρώτα μαθήματα στη σχολή ήταν σχετικά με "το φόβο του λευκού χαρτιού". Αυτό το συναίσθημα που κοιτάζαμε το χαρτί και δεν ξέραμε τι να βάλουμε μέσα. Δε μπορούσαμε να σκιτσάρουμε τίποτα. Ενώ αν το χαρτί είχε πάνω μια μουτζούρα μπορούσαμε με ευκολία να προσθέσουμε και τη δική μας.
Πλέον το παθαίνω αυτό με τις λέξεις. Δεν ξέρω από που να ξεκινήσω. Φοβάμαι το λευκό χαρτί. Δεν ξέρω πως να συνεχίσω τις ιστορίες μου. Μένουν συνέχεια μισές. Φτιάχνω πρόσωπα στο μυαλό μου κι όταν αρχίσω να γράφω γι αυτά, φτάνουν όλα σε συναισθηματικό τέλμα και μένουν εκεί. Γιατί εκεί είμαι κι εγώ. Και για να βγουν χρειάζονται αγάπη. Απλά φοβάμαι να το συνειδητοποιήσω γιατί τότε ίσως και να μη βγουν ποτέ. 
Η αγάπη είναι στις πιο μικρές στιγμές- εκεί την καταλαβαίνουμε. Στις μεγάλες εκφάνσεις της δε μπορούμε να τη δεχτούμε γιατί δε μπορούμε να την καταλάβουμε.
Ή εναλλακτικά:
Βασικά έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε πότε προσφέρουμε αγάπη. Αλλά είμαστε τόσο αφοσιωμένοι σε αυτό που δε μπορούμε να αναγνωρίσουμε πότε μας προσφέρουν. Που περιμένουμε ότι κάποιος μας αγαπάει μόνο όταν το γράψει σε ένα πανό και μας το κολλήσει στο πρόσωπο, ή το βροντοφωνάξει μπροστά σε εκατό ανθρώπους. Κι ίσως ούτε τότε να μην τον πιστέψουμε.
Είμαστε όμως σίγουροι ότι ο άλλος καταλαβαίνει την αγάπη μας από το φλιτζάνι καφέ που θα του προσφέρουμε, ή από το άγγιγμα ή το βλέμμα μας και μόνο. Γιατί δε μπορούμε να δεχτούμε την αγάπη; Ίσως γιατί δεν προσπαθούμε να τη βρούμε γύρω μας. Ή μπορεί επειδή οι ίδιοι δεν προσφέρουμε αρκετή κι έτσι δεν αναγνωρίζουμε τις μορφές της.
Δεν ξέρω τι γράφω. Είναι γιατί αφού ξεπέρασα τον αρχικό φόβο του λευκού χαρτιού ξέφυγα πάλι.
Νιώθω ότι διοχετεύω τον εγωισμό μου σε λάθος καταστάσεις.
Νιώθω ότι αναλώνομαι για ανθρώπους που δεν αξίζει και δε θα το μάθουν και ποτέ, επειδή δε θέλω.
Νιώθω εξαντλημένη.
Νιώθω ότι όλοι γύρω μου βαριούνται να κουνήσουν το δάχτυλό τους κι εγώ τρέχω μαραθώνιους αν όχι με το σώμα τότε σίγουρα με τη σκέψη μου.
Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει επικοινωνία.
Επειδή σίγουρα υπάρχουν αναρίθμητοι άνθρωποι που νιώθουν σαν κι εμένα και που ποτέ δε θα έχουμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε ή να κάνουμε μαζί όλα εκείνα που οι άλλοι βαριούνται ή απαξιώνουν.
Όσο είμαι στην Αθήνα δεν έχω πάει ποτέ βραδινή βόλτα σε παραλία.
Κι ήταν τόσο όμορφα στην Κρήτη όταν περπατούσαμε στο λιμενοβραχίονα παρέα ή μόνη με τα ακουστικά μου.
Κι ας μη μου λείπει η Κρήτη τόσο. Μόνο σε στιγμές. Και σε ανθρώπους.
Μου λείπει σίγουρα αυτό, η θάλασσα. Να τη βλέπω, να την ακούω. Να περπατάω στην άμμο ξυπόλυτη κι ας φοράω μπουφάν, κι ας κάνει κρύο, κι ας είναι Μάρτιος μόλις.
Μου λείπει το σχολείο, κι η ξεγνοιασιά.
Και η εποχή που δεν είχα ευθύνες, μόνο λίγο διάβασμα και πολύ χρόνο και πολλές φωνές μέσα στο σπίτι και μερικά γαβγίσματα.
Είναι όμορφη η Αθήνα, αλλά μοναχική. Κι αυτή κι εγώ. Όχι ότι δε θα βγω, ή ότι δεν έχω φίλους ή ότι δε μ'αρέσει. Αλλά έχω εθιστεί σε εκείνες τις μοναχικές βόλτες που κάθε φορά με γαμάνε συναισθηματικά με όλα αυτά που σκέφτομαι και που παράλληλα μου δίνουν ζωή.
Πάλι για την Αθήνα κατέληξα να λέω.

Μου λείπει η θάλασσα.
Κι η αγάπη.

Μεγαλώνω και φοβάμαι.
Φοβάμαι επειδή μεγαλώνω.
Μεγαλώνω επειδή φοβάμαι.


Βοήθεια. Ή εναλλακτικά, αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου