Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

note to self no2934

Ε ναι ρε ηλίθια ασφαλώς και φαίνεσαι ψωνισμένη.
Αφού τα θες και τα λες.
Και γίνεσαι αυτά που κράζεις.
Επιδειξιομανής; Έτσι όπως το πας, ναι.
Και μετά για τι σύνδρομο κατωτερότητας κι έλλειψη αυτοπεποίθησης μου λες;
Αφού μια χαρά νιώθεις.
Έβαλες μερικούς στόχους, τους πέτυχες.
Βάζεις κι άλλους, κάποιους πετυχαίνεις κάποιους όχι.
Όμως με όλους τους ανθρώπους έτσι είναι.
Όταν ο άλλος κάθεται και μιλάει όμως συνέχεια για ό,τι κάνει ασφαλώς και προκύπτει το γαμωερώτημα, για ποιον τα κάνει αυτά;
Για τον ίδιο ή για την εικόνα;
Κι εγώ για ποιον το κάνω.
Ε, για μένα αυτό είναι σίγουρο.
Είναι;
Ε είναι ρε μαλάκα..
Τότε κόψε την επίδειξη. Πήγαινε όπου θες, κάνε παρέα με όποιον θες, ή σάπισε όσο θες.
Χεστήκαμε.
Μη μας τα πρήζεις όμως με ό,τι κάνεις κωλοποζεράκι.
Και τώρα ξύπνα και ξεκίνα να φέρεσαι σαν άνθρωπος.

Και τώρα που το θυμήθηκα, πότε αντιστράφηκαν οι ρόλοι ρε;
Πότε έγινες εσύ αυτή που κράζεις; Κανονικότατα όμως.
Ηλίθια.
Ξύπνα λίγο.
Λες για δικαιώματα, διαφορετικότητες, ισότητες, ελευθεριακότητες και άλλες εντυπωσιακές ότητες που ακούγονται πολύ όμορφες. Και τις πιστεύεις κι όλας, δεν αντιλέγω.
Αλλά δεν υιοθετούμε συμπεριφορές που καταδικάζουμε, ηλίθια.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

default

Να θυμάμαι ότι το μπετόν στην Ελλάδα ξόφλησε.
Μεταλλικές και ξύλινες κατασκευές είναι λέει το μέλλον.
Ήξερες εσύ ότι το ξύλο έχει τεράστια αντοχή στη φωτιά;
Κι όμως.
Αρπάζει εύκολα, αλλά δε γίνεται αμέσως στάχτη.
Μπορεί να καίγεται για ώρες πολλές.
Και κάποιοι άνθρωποι έτσι είναι.
Όταν αρπάξουν για τα καλά, καίγονται και συνεχίζουν να είναι μέσα στη φωτιά.
Σαν πάσσαλοι καρφωμένοι στη γη.
Βέβαια, το ξύλο ρίζες δεν ξαναβγάζει στη γη.
Ενώ εμείς μετά τη φωτιά κάποια στιγμή ξαναριζώνουμε.
Η πιο ουσιαστική διαφορά μας βέβαια δεν είναι αυτή.
Είναι ότι εμείς οι ηλίθιοι μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα και να βγούμε από τη φωτιά.
( Έτσι λες; Κι αν είναι έτσι εσύ γιατί δε βγαίνεις;)

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

A cry for love

Ένα από τα πρώτα μαθήματα στη σχολή ήταν σχετικά με "το φόβο του λευκού χαρτιού". Αυτό το συναίσθημα που κοιτάζαμε το χαρτί και δεν ξέραμε τι να βάλουμε μέσα. Δε μπορούσαμε να σκιτσάρουμε τίποτα. Ενώ αν το χαρτί είχε πάνω μια μουτζούρα μπορούσαμε με ευκολία να προσθέσουμε και τη δική μας.
Πλέον το παθαίνω αυτό με τις λέξεις. Δεν ξέρω από που να ξεκινήσω. Φοβάμαι το λευκό χαρτί. Δεν ξέρω πως να συνεχίσω τις ιστορίες μου. Μένουν συνέχεια μισές. Φτιάχνω πρόσωπα στο μυαλό μου κι όταν αρχίσω να γράφω γι αυτά, φτάνουν όλα σε συναισθηματικό τέλμα και μένουν εκεί. Γιατί εκεί είμαι κι εγώ. Και για να βγουν χρειάζονται αγάπη. Απλά φοβάμαι να το συνειδητοποιήσω γιατί τότε ίσως και να μη βγουν ποτέ. 
Η αγάπη είναι στις πιο μικρές στιγμές- εκεί την καταλαβαίνουμε. Στις μεγάλες εκφάνσεις της δε μπορούμε να τη δεχτούμε γιατί δε μπορούμε να την καταλάβουμε.
Ή εναλλακτικά:
Βασικά έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε πότε προσφέρουμε αγάπη. Αλλά είμαστε τόσο αφοσιωμένοι σε αυτό που δε μπορούμε να αναγνωρίσουμε πότε μας προσφέρουν. Που περιμένουμε ότι κάποιος μας αγαπάει μόνο όταν το γράψει σε ένα πανό και μας το κολλήσει στο πρόσωπο, ή το βροντοφωνάξει μπροστά σε εκατό ανθρώπους. Κι ίσως ούτε τότε να μην τον πιστέψουμε.
Είμαστε όμως σίγουροι ότι ο άλλος καταλαβαίνει την αγάπη μας από το φλιτζάνι καφέ που θα του προσφέρουμε, ή από το άγγιγμα ή το βλέμμα μας και μόνο. Γιατί δε μπορούμε να δεχτούμε την αγάπη; Ίσως γιατί δεν προσπαθούμε να τη βρούμε γύρω μας. Ή μπορεί επειδή οι ίδιοι δεν προσφέρουμε αρκετή κι έτσι δεν αναγνωρίζουμε τις μορφές της.
Δεν ξέρω τι γράφω. Είναι γιατί αφού ξεπέρασα τον αρχικό φόβο του λευκού χαρτιού ξέφυγα πάλι.
Νιώθω ότι διοχετεύω τον εγωισμό μου σε λάθος καταστάσεις.
Νιώθω ότι αναλώνομαι για ανθρώπους που δεν αξίζει και δε θα το μάθουν και ποτέ, επειδή δε θέλω.
Νιώθω εξαντλημένη.
Νιώθω ότι όλοι γύρω μου βαριούνται να κουνήσουν το δάχτυλό τους κι εγώ τρέχω μαραθώνιους αν όχι με το σώμα τότε σίγουρα με τη σκέψη μου.
Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει επικοινωνία.
Επειδή σίγουρα υπάρχουν αναρίθμητοι άνθρωποι που νιώθουν σαν κι εμένα και που ποτέ δε θα έχουμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε ή να κάνουμε μαζί όλα εκείνα που οι άλλοι βαριούνται ή απαξιώνουν.
Όσο είμαι στην Αθήνα δεν έχω πάει ποτέ βραδινή βόλτα σε παραλία.
Κι ήταν τόσο όμορφα στην Κρήτη όταν περπατούσαμε στο λιμενοβραχίονα παρέα ή μόνη με τα ακουστικά μου.
Κι ας μη μου λείπει η Κρήτη τόσο. Μόνο σε στιγμές. Και σε ανθρώπους.
Μου λείπει σίγουρα αυτό, η θάλασσα. Να τη βλέπω, να την ακούω. Να περπατάω στην άμμο ξυπόλυτη κι ας φοράω μπουφάν, κι ας κάνει κρύο, κι ας είναι Μάρτιος μόλις.
Μου λείπει το σχολείο, κι η ξεγνοιασιά.
Και η εποχή που δεν είχα ευθύνες, μόνο λίγο διάβασμα και πολύ χρόνο και πολλές φωνές μέσα στο σπίτι και μερικά γαβγίσματα.
Είναι όμορφη η Αθήνα, αλλά μοναχική. Κι αυτή κι εγώ. Όχι ότι δε θα βγω, ή ότι δεν έχω φίλους ή ότι δε μ'αρέσει. Αλλά έχω εθιστεί σε εκείνες τις μοναχικές βόλτες που κάθε φορά με γαμάνε συναισθηματικά με όλα αυτά που σκέφτομαι και που παράλληλα μου δίνουν ζωή.
Πάλι για την Αθήνα κατέληξα να λέω.

Μου λείπει η θάλασσα.
Κι η αγάπη.

Μεγαλώνω και φοβάμαι.
Φοβάμαι επειδή μεγαλώνω.
Μεγαλώνω επειδή φοβάμαι.


Βοήθεια. Ή εναλλακτικά, αγάπη.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Ρε έχω πιει πολύ σήμερα
και σου έστειλα και με έγραψες μαλάκα
Γενικά με έχεις γράψει μαλάκα
Ξέρεις τι γίνεται
Εγώ δεν είχα κανένα λόγο να το δω έτσι
Τα Χριστούγεννα φταίνε
που μιλούσαμε συχνά
και το επιδίωκες εσύ
Και μετά που γύρισα απλά σταμάτησες να το επιδιώκεις μαλάκα
Μετά που γύρισα με έγραψες
Ε κι εγώ έφαγα σκάλωμα
Ε κι ακόμα να συνέλθω
θα μου περάσει
Σιγά μη σέρνομαι πολύ καιρό για σένα
Απλά ρε γαμώτο..
Ξέρεις ότι σε θέλω
πολύ
Και θέλω να είμαι μαζί σου
Να περπατάμε
Και να μιλάμε
Και να είσαι λίγο γλυκός και λίγο τρυφερός
που σπάνια ήσουν
Κι ακόμα πιο σπάνια μαζί μου
Αλλά δεν περνάει μέρα που να μη σε σκεφτώ την τύχη μου
Θέλω μόνο να βγεις από το μυαλό μου.
.